υπηχώ

υπηχώ
-έω, ΜΑ [ἠχῶ]
1. υποδεικνύω, υπαγορεύω («θεὸν διδάσκαλον ὑπηχοῡντα ἐν τῷ ἀδύτῳ τῆς ψυχῆς ἡμῶν παρεῑναι εὐχόμενοι», Ωριγ.)
2. (στην ψαλμωδία) συνοδεύω με τη δική μου φωνή («ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος
κἂν πάντες ὑπηχῶσιν, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἡ φωνὴ φέρεται», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. αντηχώ, αποκρίνομαι με ηχώ, αντιλαλώ («ἔρρηξε δ' αὐδὴν ὥσθ' ὑπηχῆσαι χθόνα», Ευρ.)
2. ηχώ ήρεμα («τὸ εὔπνουν τοῡ τόπου... θερινὸν ὑπηχεῑ τῷ τεττίγων χορῷ», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνυπηχώ — έω, Α αντηχώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπηχῶ «αντηχώ, αποκρίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπήχησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπηχῶ] 1. αντήχηση 2. υπόδειξη, υπαγόρευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”